Όπως η ζωή τα πλάθει


Συλλογή από 5 διηγήματα ως εξής:

α) Η Σκάλα της Ειρήνης:
Οι δυο πλουσιότερες οικογένειες σ' ένα χωριό είναι επί γενεές σε διαμάχη διεκδικώντας η κάθε μεριά για δική της μια σκάλα* γη που βρισκόταν μεταξύ των ορίων των κτημάτων τους. Η μακροχρόνια έχθρα φτάνει κάποτε σε επικίνδυνη κορύφωση όταν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα είναι έτοιμα να αρπαχτούν στα χέρια μέσα στη διαφιλονικούμενη λωρίδα γης.

Εκείνη ακριβώς τη μοιραία στιγμή ένα δωδεκάχρονο αγόρι, όπως έτρεχε, γλυστρά και πέφτει μπροστά τους. Η οικογένεια του ζει μέσα στη μιζέρια και την στέρηση, και το παιδί απασχολείται όπως μπορεί για να συνδράμει στα έξοδα του σπιτιού.

Η θέα του χλωμού φτωχόπαιδου που λύγισε καθώς έτρεχε για κάποιο θέλημα, γέμισε ντροπή τους δυο πάμπλουτους αντιπάλους που, παρά τα απέραντα έχει τους, διατηρούσαν τόση κακία για ένα ασήμαντο για εκείνους κομμάτι γης. Σαν συνεννοημένοι, δίνουν τα χέρια, αγκαλιάζονται και χαρίζουν στο παιδί τη λωρίδα εκείνη που για τη φτωχή οικογένεια θα ήταν λύση επιβίωσης.

Οι χωριανοί της έδωσαν το όνομα "Η Σκάλα της Ειρήνης".

* Σκάλα: Μέτρο μήκους αγρών στην Κύπρο που ίσχυε μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες.


β) Η Λαμπάδα στον Αϊ-Γιώργη:
Ο γερο-Γιώρκος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τόπο του και τα ιερά του, μα βρίσκεται ξερριζωμένος σ' έναν προσφυγικό συνοικισμό. Ρωτάς γιατί; Το χωριό του το κρατούν οι τούρκοι κατακτητές.

Ο γέρος αδυνατεί να αντέξει την προσφυγιά. Ειδικά τη μέρα της γιορτής του πολιούχου του Αγίου Γεωργίου, που κάποτε γιόρταζε μεγαλόπρεπα για κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Κάθε χρόνο το διάστημα εκείνο είναι αμίλητος, απομονωμένος. Ο νους του φεύγει εντελώς από το χώρο της προσφυγιάς. "Εκεί που μιλά πολύ η καρδιά, η γλώσσα σωπαίνει. Σιγάζει, λες και θέλει να την κρατήσει ανενόχλητη στο μυστικό της μιλητό, στου νου το κρυφό σκέψιμο". Με τα φτερά του πόνου και του πόθου ταξιδεύει στα μαγικά παλάτια της θύμησης... Νάτος εκεί, στην εκκλησία του Αγίου του, μπροστά στην εικόνα του, αποθέτει τη μεγάλη λαμπάδα...

Δυο στρατιώτες της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών που συναντά ο γερο-Γιώρκος στο σπίτι του γιου του, πραγματοποιούν την επιθυμία του και ανάφτουν κερί στην εκκλησία του χωριού του στις 23 Απριλίου, μέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου. Η ικανοποίηση του γεροντάκου είναι απερίγραπτη. Το κερί άναψε μπροστά στην εικόνα του Αγίου φέτος. "Ενα σκαλοπάτι στον ανήφορο της ελπίδας", ως την ημέρα που θα του ανάψει ο ίδιος τη μεγάλη λαμπάδα, όπως συνήθιζε κάποτε. "Ως τότε, θα τη ζει αυτή τη μέρα μυστικά, θα την τρέφει με της θύμισης το ζωοδόχο μάννα, θα την θάλπει με φροντίδα ιερή.
Θα 'ρθει η μέρα. Θα 'ρθει...".


γ) Πάρε, παππού:
Είναι ηλικιωμένος. Μια δραματική ιστορία μιας πονεμένης ύπαρξης. Ολομόναχος στον κόσμο τριγυρνά στους δρόμους για να περνά την ώρα του, να δίνει κάποιο χρώμα στη μοναξιά της ζωής του.

"Καλημέρα", λέει ένα πρωί στο νεαρό υπάλληλο που συναντά στην είσοδο ενός καταστήματος "Καλημέρα, παππού". Ήχησε τόσο γλυκά στ' αυτιά του η λέξη "παππού".

Πέρασε πάλι σε λίγες μέρες μήπως και το ξανακούσει. Το ξανάκουσε. Πέρα από αυτό, ο νέος νομίζοντάς τον για ζητιάνο που πλησιάζει για να του δώσεις κάτι, του βάζει στο χέρι ένα νόμισμα. "Πάρε, παππού". Η καρδιά του σκιρτά μ'αυτό το πλησίασμα, μ' εκείνο το δόσιμο.

Ανταλλάσσουν ακόμα κάποιες κουβέντες-βάλσαμο στην ψυχή του γέρου. Ποιος ξέρει, ίσως να είναι και του νέου. Ο καταπονημένος ανθρωπάκος θα περάσει ξανά και ξανά από το μαγαζί με την ελπίδα πως θα συνεχιστεί και θα επεκταθεί αυτή η προσέγγιση. Αρχίζει τώρα να κάνει όνειρα, να νιώθει πως είναι κάποιος. Δεν είναι μόνος, έχει ένα στήριγμα, μια σχέση δική του, μαζί με μια ελπίδα...

"Ελπίδα, ζωοδότρα ελπίδα!"


δ)Η φυγή:
Έζησε πολλά χρόνια στην ξένη χώρα, όπου σπούδασε κι έγινε μια πετυχημένη ψυχιατρική κοινωνική λειτουργός.

Κάποτε, επιστρέφει για μόνιμη εγκατάσταση στο σπίτι της στην Κύπρο. Μαζί της φέρνει κι ένα πολύτιμο βαλιτσάκι. Πολύτιμο για κείνη, αφού είναι γεμάτο με τα λογοτεχνικά κείμενα που έγραφε. Η καρδιά της αναγαλιάζει από ενθουσιώδη αναμονή. Με την επιστροφή της θ'αρχίσει να τα εκδίδει.

Τι ματαίωση! Οι τουρκικοί βομβαρδισμοί στον τόπο της την αναγκάζουν να εγκαταλείψει στο σπίτι της μαζί με τη μητέρα της και να αναζητήσει καταφύγιο σε ορεινή περιοχή, όπως κάνει όλος σχεδόν ο πληθυσμός. Πιστεύοντας, όπως ο περισσότερος κόσμος, πως σε λίγες μέρες, αφού θα είχαν σταματήσει οι βομβαρδισμοί θα γύριζε, δεν παίρνει μαζί της το βαλιτσάκι που είχε χωμένο στην αγκαλιά του τον πνευματικό της πλούτο. Απλά, το κρύβει κάπου με την εντύπωση πως θα είναι ασφαλισμένο.

Φευ! Οι τούρκοι πάτησαν τα χώματά της. Με τη δύναμη των όπλων έγιναν κύριοι στην πατρική της γη. Τα συρματοπλέγματα δεν της επιτρέπουν να επιστρέψει.

Αποκαρδιωμένη παίρνει τη μητέρα της και ξαναφεύγει για το εξωτερικό. Θέλει να συνεχίσει τη συγγραφή, να φωνάξει για το κακό, το άδικο, το απάνθρωπο που έπληξε την πατρίδα της, να προκαλέσει την ανθρωπιά, να ξυπνήσει συνειδήσεις.
Γιατί, άραγε, δεν μπορεί πια να γράψει; Γιατί το μυαλό σκοτίζεται, γιατί η πέννα στερεύει;

Ύστερα από επίμονη ενδοσκόπηση και αυτοανάλυση, ανακαλύπτει: "Άμυνα δια της φυγής". Ο εαυτός της δεν μπορεί να αντέξει την σκέψη, τη θύμηση, την αναβίωση της συμφοράς. Αδυνατεί να περιγράψει, να ζήσει ξανά και ξανά την τραγωδία, πονά να ξύσει την πληγή, την δική της και του τόπου της.

Όμως, δεν γίνεται. Ο αγωνιστής δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψει την μάχη. Πρέπει να συνεχίσει. Πόνος από τη μια, θέληση για αγώνα από την άλλη. Δυο δυνάμεις που κονταροκτυπιούνται μέσα της. Ποια θα νικήσει; Ποια, λες;

"Μαχαίρι κοφτερό γίνεται η πέννα στο χέρι της. Το άγγιγμα στης καρδιάς την πληγή απότομο, βαθύ. Το αίμα ζεστό πετιέται ορμητικά προς τα έξω. Πονά. Μα δε βογγά. Συνεχίζει πιο μέσα. Έτσι καθαρίζονται οι πληγές. Αλύπητα, βαθιά, απ'τη ρίζα".

ε) Τα χρυσάνθεμα:
Ο νέος άντρας το φέρει βαρέως που είναι άρρωστος από καιρό και αδυνατεί να εργαστεί για να συντηρήσει μάνα κι αδελφή. Η οικογένεια καλλιεργεί άνθη στην αυλή του σπιτιού τους κι έχουν έτσι ένα μικρό εισόδημα από την πώλησή τους.Φθινόπωρο, και η αυλή είναι γεμάτη από ολάνθιστα χρυσάνθεμα.

Μια μέρα κτυπά την πόρτα τους ένα δεκατετράχρονο αγόρι με αδύνατο κυρτό κορμί και παρακαλεί τη νέα γυναίκα να αγοράσει ένα μάτσο ταλαιπωρημένα χρυσάνθεμα που κρατεί. Ο πόνος που ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του την συγκινούν και παρά την δική τους ανέχεια, το αγοράζει ενώ η αυλή τους είναι γεμάτη από ολόδροσα χρυσάνθεμα.

Η γυναίκα δεν τολμά να το αποκαλύψει στον αδερφό της, όταν εκείνος την ρωτά ποιος έχει έλθει. Αλλοίμονό της τότε. "Εμ, τίποτε... Κτύπησαν κατά λάθος".

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | 100 Web Hosting